ακροφαληριόωδα

ακροφαληριόωδα
ἀκροφαληριόωδα, η (Α)
αυτή που έχει άσπρη την κορυφή της από τους αφρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀκροφαληριάω < ἀκρο- (Ι) + φαληριάω «είμαι λευκός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”